ψίχουλο

ψίχουλο
το
βλ. ψίχαλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψίχουλο — το, Ν 1. τριμμένο κομματάκι ψωμιού, ψιχίο 2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («τα χρήματα που τού δίνει είναι ψίχουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. ουλο] …   Dictionary of Greek

  • άκυλος — Παλαιά ονομασία του κορκού της δρυός της κοκκοφόρου (βελανίδι) και του βαλανόμορφου καρπού της πουρναριάς. Ά. λεγόταν και αρχαίο κόσμημα που είχε το σχήμα βελανιδιού. Κοσμήματα του είδους ήταν συνηθισμένα στην αρχαία Μακεδονία. * * * ο, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • αττάραγος — ἀττάραγος και χος, ο (Α) 1. ψίχουλο ψωμιού 2. κάτι το εξαιρετικά ασήμαντο …   Dictionary of Greek

  • θρύμμα — το (ΑΜ θρύμμα) [θρύπτω] σύντριμμα, θραύσμα, θρύψαλο, κομμάτι μσν. αρχ. ψίχουλο, κομμάτι ψωμιού ή άλλου φαγώσιμου …   Dictionary of Greek

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… …   Dictionary of Greek

  • ψάχαλο — το, Ν 1. ψίχουλο 2. αποκοσκινίδι δημητριακών, σκύβαλο 3. σκουπιδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίχαλα / ψιχάλα, κατά τον φωνηεντισμό τού ψακάς] …   Dictionary of Greek

  • ψίχαλο — το, Ν ψίχουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. αλο (πρβλ. ρόπ αλο)] …   Dictionary of Greek

  • ψαθύριον — τὸ, ΜΑ [ψαθυρός] είδος εύθρυπτης πίτας αρχ. μικρό τεμάχιο, ψίχουλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”